H επιταγή (ή «τραπεζική επιταγή»), δηλ. το αξιόγραφο, το οποίο συντάσσεται σύμφωνα με ορισμένο τύπο και με το οποίο o εκδότης δίδει εντολή σε τράπεζα να πληρώσει στον δικαιούχο ορισμένο ποσόν, κατά την εμφάνιση, αποτελεί ένα εύχρηστο μέσον πληρωμής και προορίζεται να διευκολύνει την εμπορική δραστηριότητα και τις συναλλαγές. Ιδίως, η πληρωμή διαμέσου μεταχρονολογημένης επιταγής (επιταγής η οποία «καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της», άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154) επιτρέπει να μην αναστέλλονται οι επαγγελματικές και επιχειρηματικές δράσεις εν αναμονή της συγκέντρωσης του απαιτούμενου κεφαλαίου. Η νόμιμη και καλόπιστη έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών επιτρέπει την ομαλή συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας και την απόλαυση των παροχών που αυτή εξασφαλίζει, αφού η μεταγενέστερη συγκέντρωση του απαιτούμενου κεφαλαίου και η πληρωμή της επιταγής είναι εξασφαλισμένες.
Όμως, με υπαιτιότητα του εκδότη της, η επιταγή μπορεί να παρεκκλίνει και να καταστεί εργαλείο εξαπάτησης και πλουτισμού με αθέμιτο τρόπο. Εκτροπή παρατηρείται όταν, στο πλαίσιο συναλλαγής, εκδίδεται επιταγή, η οποία σκόπιμα παρουσιάζεται ως μέσον καταβολής του τιμήματος, στην συνέχεια, όμως, αποδεικνύεται χωρίς αντίκρισμα. Εμπορευόμενοι και ιδιώτες, οι οποίοι είτε συναλλάσσονται γνωρίζοντας πως δεν διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα είτε συναλλάσσονται έχοντας εξ αρχής κατά νουν να διαφύγουν από τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, επωφελούνται από το επινόημα της επιταγής: κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι ίδιοι λαμβάνουν το αντικείμενο της συναλλαγής (υπηρεσίες ή αγαθά) και παρουσιάζονται να καταβάλλουν το τίμημα, εκδίδοντας επιταγή. Όμως, στην πραγματικότητα, το τίμημα δεν καταβάλλεται διότι, στην συνέχεια, είτε η επιταγή δεν μπορεί να πληρωθεί (διότι ο λογαριασμός, από τον οποίον αυτή εξεδόθηκε, δεν διαθέτει επαρκή υπόλοιπα ή διότι ο λογαριασμός αυτός είναι κλειστός) είτε η επιταγή ανακαλείται καταχρηστικά.
Στην χώρα μας, η εκτροπή αυτή δεν είναι καινούργια και ούτε είναι σπάνια. Ο νομοθέτης επεχείρησε να θεραπεύσει την εκτροπή, θεσπίζοντας, με τον περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικό) Νόμο του 1986 (Ν.186/1986), το ποινικό αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα (το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής – άρθρο 305 Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154). Από καιρού εις καιρόν, ο νομοθέτης παρεμβαίνει για να καταστήσει την σχετική ρύθμιση πιο αποτελεσματική. Δυστυχώς, τριάντα-τέσσερα (34) χρόνια μετά, οι εκατοντάδες ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούν στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας, με αντικείμενο το συγκεκριμένο αδίκημα, αποδεικνύoυν πως οι προσπάθειες πρόληψης και καταστολής ελάχιστα απέδωσαν. Οι εναρκτήριες παρατηρήσεις στην απόφαση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Α. 522 για το ότι το φαινόμενο της έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα «…έχει προσλάβει τη μορφή μάστιγας για την ομαλή ροή των εμπορικών δοσοληψιών…», η δε θεσμοθέτηση του σχετικού ποινικού αδικήματος «…φέρνει στο προσκήνιο και την ανάγκη τόνωσης της τρωθείσας εμπορικής πίστης στην καθημερινή εμπορική ζωή…» παραμένουν επίκαιρες.
Το αδίκημα διαπράττεται με διάφορους τρόπους: ο εκδότης της επιταγής την καθιστά χωρίς αντίκρισμα είτε διότι ο τραπεζικός λογαριασμός του, από τον οποίον αυτή εξεδόθηκε, είναι κλειστός, είτε διότι o λογαριασμός αυτός δεν διαθέτει επαρκή υπόλοιπα (εδ.(1) του άρθρου 305 Α) είτε διότι ο ίδιος ανακαλεί την πληρωμή της (εδ.(2) του άρθρου 305 Α). Συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι και η ένοχη διάνοια του δράστη (mens rea), του αυτουργού ή του συνεργού, αναλόγως. Όταν το αδίκημα διαπράττεται ως το εδ.(1) του άρθρου 305 Α ορίζει, αυτό συντελείται με την υπογραφή της επιταγής. Κατά συνέπειαν, σε αυτές τις περιπτώσεις αδικοπραγίας, κρίσιμος χρόνος, για να κριθεί η συνδρομή του υποκειμενικού συστατικού στοιχείου της ένοχης διάνοιας, είναι, ακριβώς, ο χρόνος της υπογραφής (Militos Trading Limited v. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609, απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 291/2015 M. and A. Christaki Christodoulou Ltd v. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κ.α., ημερ. 3 Ιουλίου 2017)
Αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου των τελευταίων ετών διευρύνουν τα όρια εντός των οποίων αναγνωρίζεται η ένοχη διάνοια του δράστη των συμπεριφορών που αναφέρονται στο εδ.(1) του άρθρου 305 Α και διευρύνουν την συμβολή του αξιωματούχου εταιρείας ο οποίος, υπογράφοντας την επιταγή για λογαριασμό της εταιρείας, καθιστά δυνατή την έκδοσή της. Οι εξελίξεις αυτές προέκυψαν από τον συσχετισμό και την σύνθεση αφ’ ενός των εννοιών της «πρόθεσης», της «αδιαφορίας» και της «απερισκεψίας» και αφ’ ετέρου των εννοιών του «αυτουργού», του «συνεργού» και του αξιωματούχου εταιρείας ως του «ιθύνοντος νου και της βούλησής της». Πρόκειται, ιδίως, για την απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 108/2016 Μιχάλης Κάνιος ν. Success Advertising Ltd, ημερ. 29 Σεπτεμβρίου, 2016, την απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 90/ 2014 Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί ν. Vrontis Builders Ltd κ.α., ημερ. 20 Οκτωβρίου, 2016, την απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 161/2014 Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης ν. Gastop Boutique Ltd κ.α., ημερ. 30 Ιουνίου, 2017, την απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 64/2015 Metron (Cyprus) Ltd ν. Μιχαήλ Κάνιου, ημερ. 28 Νοεμβρίου, 2017, την απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 212/2015 Corina Snacks Limited v. Ορφανίδη, ημερ. 29 Μαΐου, 2018, την απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 32/2016 Χριστάκη Κίρλαππου ν. Ανδρέα Πέτρου, ημερ. 24 Απριλίου, 2018 και την απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 274/2015 Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ ν. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α, ημερ. 25 Ιανουαρίου, 2019. Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται στις ακόλουθες νομολογικές κρίσεις:
(α) Την απαιτούμενη, επί τη βάσει του εδ.(1) του άρθρου 305 Α, πρόθεση δύναται να θεμελιώσει τόσον η πρόθεση πρόκλησης του συγκεκριμένου, εν τέλει, αξιόποινου αποτελέσματος (intention), όσον και η επίδειξη αδιαφορίας ή απερισκεψίας ως προς την πρόκληση του αποτελέσματος αυτού (recklessness).
(β) Στην περίπτωση του συνεργού, δεν απαιτείται η απόδειξη της εκ μέρους του πρόθεσης όσον αφορά στην διάπραξη του κύριου αδικήματος. Για την θεμελίωση ποινικής ευθύνης για την συνέργεια, η αδιαφορία ή η απερισκεψία είναι αρκετές. Για την απόδοση ποινικής ευθύνης στον συνεργό είναι αρκετό αυτός να γνώριζε τα γεγονότα που συνέθεταν το κύριο αδίκημα και να αδιαφόρησε ή να υπήρξε απερίσκεπτος αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα πληρωνόταν όταν παρουσιαζόταν στην τράπεζα.
(γ) Εφ’ όσον ορισμένη εταιρεία, η οποία είναι η εκδότρια επιταγής, κριθεί ένοχη για το διαγραφόμενο, στο εδ.(1) του άρθρου 305Α, αδίκημα θα ήταν, κατ’ αρχήν, παράλογο να γίνει αποδεκτό ότι ο διευθυντής, διαμέσου του οποίου αυτή ενεργούσε, δεν γνώριζε.
(δ) Η εθελοτυφλία τεκμηριώνει γνώση.
(ε) Αξιωματούχος εταιρείας, ο οποίος υπογράφει την επιταγή που εκδίδεται από τον εταιρικό λογαριασμό και ο οποίος ενεργεί ως ο «ιθύνων νους και η βούληση» της εταιρείας, δύναται, στην περίπτωση που η επιταγή αποδειχθεί χωρίς αντίκρισμα, να θεωρηθεί ως «εκδότης» της επιταγής και όχι απλώς ως συνεργός στην έκδοσή της.
(στ) Το γεγονός ότι συγκεκριμένος αξιωματούχος εταιρείας, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να υπογράφει επιταγές που εκδίδονται από τον εταιρικό λογαριασμό, δεν έχει ενεργή ανάμειξη στην διεξαγωγή των καθημερινών δραστηριοτήτων της εταιρείας, δεν τον απαλλάσσει από το καθήκον επιμέλειας εν σχέσει με την υποχρέωση πληρωμής των επιταγών αυτών όταν παρουσιαστούν στην πληρώτρια τράπεζα.
Παρά τις εξελίξεις, οι πιο πάνω αποφάσεις εξακολουθούν να συνδέουν την ένοχη διάνοια, είτε αυτή εμφανίζεται υπό την μορφή πρόθεσης (intention) είτε αυτή εμφανίζεται υπό την μορφή αδιαφορίας ή απερισκεψίας (recklessness), με την «συνήθη πορεία των πραγμάτων» [Corina Snacks Limited v. Ορφανίδη (ανωτέρω), Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ ν. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α (ανωτέρω), Χριστάκη Κίρλαππου ν. Ανδρέα Πέτρου(ανωτέρω)] και τον «ορατό κίνδυνο» [Μιχάλης Κάνιος ν. Succcess Advertising Ltd (ανωτέρω)]. Η σύνδεση αυτή δεν μπορεί να είναι τυχαία. Ο όρος «συνήθης πορεία των πραγμάτων» αναφέρεται στην εξέλιξη των γεγονότων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της έκδοσης της επιταγής και της παρουσίασής της για πληρωμή. Ο όρος «ορατός κίνδυνος» αναφέρεται στον κίνδυνο μη πληρωμής της επιταγής ως αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσής της.
Η οριοθέτηση του πλαισίου, εντός του οποίου θα διαπιστωθεί κατά πόσον ορισμένη συμπεριφορά τεκμηριώνει ή όχι αξιόποινη πρόθεση (intention) ή αξιόποινη αδιαφορία ή αξιόποινη απερισκεψία (recklessness), αναλόγως, από τους όρους «συνήθης πορεία των πραγμάτων» και «ορατός κίνδυνος», καθιστά απαραίτητη την αξιολόγηση τόσον των καταστάσεων (των πραγμάτων) που ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της επιταγής όσον και αυτών που μεσολάβησαν μεταξύ της έκδοσής της και της παρουσίασής της για πληρωμή. Καθιστά, επίσης, απαραίτητη την αξιολόγηση του κινδύνου μη πληρωμής της επιταγής, ως αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσής της. Εάν διαπιστωθεί πως τα πράγματα που μεσολάβησαν μεταξύ της έκδοσης της επιταγής και της παρουσίασής της για πληρωμή εξελίχθηκαν κατά την συνήθη πορεία και πως η μη πληρωμή της επιταγής συνιστούσε, εξ αρχής, έναν ορατό κίνδυνο, τότε η απόδοση της αξιόποινης πρόθεσης, μάλλον, δικαιολογείται.
Όμως, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εκ προθέσεως ή αδιάφορη ή απερίσκεπτη η έκδοση επιταγής η οποία, όταν ελάμβανε χώραν και εφ’ όσον τα πράγματα ακολουθούσαν την συνήθη πορεία τους, δεν προοιωνιζόταν να προκαλέσει το συγκεκριμένο αξιόποινο αποτέλεσμα; Και, περαιτέρω, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εκ προθέσεως ή αδιάφορη ή απερίσκεπτη η έκδοση επιταγής η οποία, όταν ελάμβανε χώραν, δεν υφίστατο ορατός κίνδυνος αυτή να προκαλέσει το συγκεκριμένο αξιόποινο αποτέλεσμα;
Η πανδημία του Covid-19, η οποία εμφανίσθηκε το Μάρτιο του 2020, ο επακόλουθος, επί μήνες, υποχρεωτικός κατ’ οίκον περιορισμός όλων μας και η επί μήνες αναστολή των επαγγελματικών, επιχειρηματικών και των εν γένει οικονομικών δραστηριοτήτων στην Δημοκρατία, ενδεχομένως να μετατρέψουν σε πραγματικότητα το εξής σενάριο:
Σε χρόνο προγενέστερο του Μαρτίου του 2020, συγκεκριμένη εταιρεία ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα και συναλλασσόταν εκδίδοντας και λαμβάνοντας μεταχρονολογημένες επιταγές. «Ιθύνων νους και βούληση» της εταιρείας ήταν ο διευθυντής της, ο οποίος υπέγραφε τις επιταγές που αυτή εξέδιδε. Η εταιρεία εξέδιδε τις επιταγές της από συγκεκριμένο εταιρικό χρεοπιστωτικό λογαριασμό, στον οποίον κατετίθεντο και οι επιταγές που η ίδια ελάμβανε από τους οφειλέτες της. Καθ’ όλην την διάρκεια της λειτουργίας του εταιρικού λογαριασμού, η επαγγελματική δραστηριότητά της εταιρείας εξελισσόταν απρόσκοπτα και, έτσι, οι επιταγές που αυτή εξέδιδε ετιμούντο. Η πανδημία του Covid-19 και τα οδυνηρά επακόλουθά της στην οικονομική ζωή στην Δημοκρατία είχε καταστροφικές συνέπειες για την εταιρεία: αυτή έπαυσε να δραστηριοποιείται και έπαυσε να τροφοδοτεί τον εταιρικό λογαριασμό. Όταν τα πράγματα ομαλοποιήθηκαν, παρουσιάστηκαν για πληρωμή μεταχρονολογημένες επιταγές, τις οποίες εξέδωσε η εταιρεία στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. H τράπεζα αρνήθηκε να τις πληρώσει γιατί ο εταιρικός λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο. Ο δικαιούχος των επιταγών άσκησε ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον της εταιρείας και του διευθυντή της, επικαλούμενος το εδ.(1) του άρθρου 305 Α του Κεφ.154.
Επί τη βάσει του σεναρίου αυτού, κεντρικό ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί είναι το κατά πόσον, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της παύσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας (συνεπεία της πανδημίας) και της, συνακόλουθης, απουσίας νέων καταθέσεων στον εταιρικό λογαριασμό, η έκδοση, πριν από Μάρτιο του 2020, των επιταγών, έγινε με ένοχη διάνοια (πρόθεση ή αδιαφορία ή απερισκεψία, αναλόγως), όσον αφορά στο ενδεχόμενο αυτές να κατέληγαν χωρίς αντίκρισμα. Με άλλα λόγια, κεντρικό ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί, είναι το κατά πόσον, υπό τις προαναφερθείσες συγκεκριμένες συνθήκες, η έκδοση, πριν από Μάρτιο του 2020, των επιταγών, έγινε με ένοχη διάνοια γιατί, ακριβώς, μεταξύ της έκδοσης των επιταγών και της μη πληρωμής τους, τα πράγματα εξελίχθηκαν κατά την «συνήθη πορεία», ο δε κίνδυνος της μη πληρωμής ήταν, πράγματι, «ορατός» κατά τον χρόνο έκδοσης.
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και ούτε είναι απλές. Απαιτείται ενδελεχής εξέταση και ορθή ερμηνεία και αξιολόγηση κάθε σχετικού γεγονότος και κάθε παραμέτρου. Κατ’ αρχήν, και εφ’ όσον όλες οι συνθήκες συνηγορούν, φαίνεται να είναι εύλογο και δίκαιο να τύχουν της προστασίας του νόμου όσοι, παντελώς αναίτια, βίωσαν οδυνήρα την πανδημία του Covid-19 και περιήλθαν σε απόλυτη αδυναμία εξόφλησης των δανειστών τους εξ αιτίας αυτής: φαίνεται να είναι εύλογο και δίκαιο να τύχουν της προστασίας του νόμου όσοι, σε χρόνο προγενέστερο του Μαρτίου του 2020, εξέδωσαν επιταγές, με πρόθεση να τις τιμήσουν, ακολούθως, όμως, και εξ αιτίας της πανδημίας, της ασυνήθιστης πορείας που ακολούθησαν τα πράγματα και της αιφνίδιας εμφάνισης των σχετικών κινδύνων, αδυνατούν πλέον, ειλικρινά και γνήσια, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναχαιτιστεί το αναμενόμενο εγχείρημα ορισμένων να εκμεταλλευτούν την πανδημία, ισχυριζόμενοι, αβάσιμα, πως, εξ αιτίας της, αδυνατούν να τιμήσουν τις επιταγές που εξέδωσαν πριν από τον Μάρτιο του 2020: οι κακόπιστοι και οι πονηροί είναι πάντα ενήμεροι και είναι πάντα έτοιμοι να εκμεταλλευτούν μίαν γενικευμένη και σοβαρή κρίση για να εξυπηρετήσουν τα παράνομα συμφέροντά τους.